- ἐγκράνιον
- ἐγ-κράνῐον [ᾱ], τό,A cerebellum, Gal.UP8.6:—also [suff] ἐγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, ib. 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκράνιον — ἐγκράνιον, το (Α) η παρεγγεφαλίς … Dictionary of Greek
ἐγκράνιον — cerebellum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκρανίς — ἐγκρανίς, η (Α) το εγκράνιον … Dictionary of Greek
κενεγκράνιος — κενεγκράνιος, ον (Α) αυτός που έχει κενό το κρανίο, χωρίς εγκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ἐγκράνιον «εγκέφαλος»] … Dictionary of Greek